- λενινιστής
- οο οπαδός τού λενινισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. leninist < όν. τού Nicolai Lenin + κατάλ. -ist].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λενινιστής — ο θηλ. στρια ο οπαδός του λενινισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρξιστής-λενινιστής — ο, θηλ. ίστρια ο οπαδός τού μαρξισμού λενινισμού … Dictionary of Greek